ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΠΛΟΥΣ
Από τον Ύμνο στο Διόνυσο
Κάποια μέρα ο Διόνυσος καθόταν στα βράχια μιας παραλίας και ρέμβαζε τη θάλασσα. Ο Απολλόδωρος λέει πως ήταν σε μια παραλία της Ικαρίας, ενώ ο Οβίδιος, πως ήταν στη Χίο.
Όπου και να ήταν, έμοιαζε με ένα όμορφο δυνατό παλικάρι από ευγενική γενιά, και είχε ριγμένο στους ώμους έναν πορφυρό μανδύα.
Από μακριά φάνηκε να έρχεται ένα κουρσάρικο καράβι με Τυρρηνούς, που ερχόταν προς στην ακτή. Ήταν Τυρρηνοί
( Ετρούσκοι) της Ιταλίας, μπορεί όμως και να ήταν Πελασγοί κούρσαροι της Λήμνου.
Όπως και να έχει, ο αρχικούρσαρος καπετάνιος που είδε τον πλουσιοντυμένο νέο από μακριά, σκέφτηκε πως ήταν ευκαιρία να τον αρπάξει, και να ζητήσει λύτρα από τον πατέρα του.
Βγήκαν στην ακτή, τον έπιασαν και τον έφεραν στο καράβι. Προσπάθησαν να τον δέσουν, όμως τα σχοινιά λύνονταν μόνα τους. Ο Διόνυσος δεν αντέδρασε καθόλου, μόνο χαμογελούσε.
Τότε ο γέρο τιμονιέρης τους φώναξε. Αφήστε τον, δεν είναι θνητός, είναι κάποιος από τους θεούς. Οι ναύτες όμως τον κορόιδεψαν, και τον είπαν δειλό και ξεκούτη.
Ξαφνικά το καράβι πλημμύρισε κρασί, και μέχρι το πανί απλώθηκε ένα κλήμα γεμάτο σταφύλια, και στο κατάρτι φύτρωσε και τυλίχτηκε κισσός.
Έντρομοι κοιτούσαν ο καπετάνιος και οι ναύτες, και είδαν τον νέο να γίνεται λιοντάρι και να ορμάει πάνω τους. Άρπαξε πρώτα τον αρχικούρσαρο, και όσοι ναύτες γλύτωσαν έπεσαν στη θάλασσα και γίνανε δελφίνια....
Στο καράβι έμεινε μόνο ο Διόνυσος και ο τιμονιέρης. Τον κοίταξε ο θεός με συμπάθεια και του είπε ¨Κουράγιο καλέ μου γέροντα, και μη φοβάσαι. Είμαι ο Διόνυσος που γέννησε η Σεμέλη από τον Δία".
Στην εικόνα, η μελανόμορφη κύλικα που ζωγράφισε ο μεγάλος Εξηκίας,(540- 535 π.Χ). Παρουσιάζει τον Διόνυσο να ταξιδεύει μισοξαπλωμένος και αμέριμνος στο καράβι, και απολαμβάνει το κρασί από το κέρας που κρατά στο δεξί του χέρι. Στο ταξίδι του τον συντροφεύουν χαρούμενα δελφίνια.- Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου