«Ήταν η τρίτη φορά από το «κακό» που το γνώριμο τσεμπέρι της γριάς μαύριζε γύρω απ' το κιγκλίδωμα. Τη γνώριζαν πια όλοι. Γνώριζαν το ξεπλυμένο απ' τον ήλιο φακιόλι της, τα μαλλιά της που ξέφευγαν άσπρα σαν τα στάχυα του καλοκαιριού. Ήρθε πάλι και σταμάτησε αντίκρυ στο κιγκλίδωμα κι' έψαχνε. Τα χέρια της μελανιασμένα απ' το κρύο γάντζωναν πάνω στο πλεχτό σύρμα της πόρτας. Τα μάτια της σκάλωναν λαίμαργα σε κάθε κουρεμένο κεφάλι. Πάσκιζε ν' ανακαλύψει το παιδί της –ακόμα και με τη μυρουδιά. Ήταν η μάνα του Βαγγέλη του Καθαροσπόρη, που τον πήραν την περασμένη βδομάδα... Τον είχαν φωνάξει έτσι απλά, όπως βγάζει ο δάσκαλος το μαθητή στον πίνακα... και σε τέσσερις μέρες μέσα, τον στείλανε κοντά στον Ζαλογιάννη. Και κοντά στο Λίναρη. Και κοντά στο Δικαίο. Και κοντά στον Ζερμπίνο. Και κοντά... Και πού να βρεις θυμητικό να θυμηθεί; Και πώς να τη σαλέψεις τη γλώσσα και να πεις στη γριούλα την αλήθεια;
Σπαραγμός γινόταν εκεί μπροστά στο κιγκλίδωμα, κάθε Τρίτη και κάθε Σάββατο. Απ' τα χαράματα, με το κύλισμα της πρώτης ρόδας, μ' ένα μπογαλάκι στη μασχάλη, έπαιρναν οι μανάδες τους δρόμους κι ερχόντανε να στεγνώσουν έξω απ' την κλειστή πόρτα της φυλακής. Ως την ώρα που ο «κράχτης» με φωνή κρύα σαν το σίδερο, άρχιζε να φωνάζει τα ονόματα:
– Να έρθει ο Δρόλαπας! Να έρθει ο Καναβάρας!
Οι μάνες πέφτανε με ευλάβεια, όπως στο 'κονοστάσι, πάνω στο σκουριασμένο σύρμα και μαζεύανε όλη την ψυχή τους στο μελανιασμένο στόμα, για να πούνε... να πούνε... Τί να πούνε σε δυο –δυο μικρούλια λεπτά– στα φυλακισμένα πουλιά τους;
Ένα σκοινί χώριζε το προαύλιο στη μέση. Όσοι άκουαν τ' όνομά τους περνούσαν το σκοινί κι έτρεχαν να πέσουν πάνω στο κιγκλίδωμα. Απ' τ' άλλο μέρος ήταν τα αγαπημένα μάτια...
Στη μικρή εκείνη κορνίζα των δύο μέτρων παιζότανε όλο το δράμα του καιρού μας. Στη μικρή εκείνη πλεχτή κορνιζούλα στοιβαζότανε, μέσα κι έξω, δυο ντουζίνες στόματα, που ξεφώνιζαν σπαραχτικά, ξεφώνιζαν σπαραχτικά, ξεφώνιζαν πασκίζοντας να ξεπεράσουν η μία την άλλη. Μην τύχει κι ακουστούνε... Αν ήταν βολετό. Κι ανάμεσα απ' τα χνώτα, πάντα... πάντα... πάντα... το βρώμικο αυτί του σπιούνου, πρόθυμο να σ' αφανίσει, να λερώσει το ιερό σου μυστικό.
Τούτη τη χρονιά, μέρα νύχτα έβρεχε. Αν δεν έβρεχε θα χιόνιζε. Ο βοριάς τρυπούσε το ρούχο, το πετσί, ακουμπούσε στο κόκκαλο. Μονάχα εκεί, κοντά στη σίτα, τα χνώτα γιομάτα αγωνία, ζέσταιναν λίγο τον αέρα.
– Να φας καλά... Σου 'χω και σουπίτσα.
– Ε;
– Σου 'χω και σουπίτσα... σουπίτσα, αγοράκι μου...
– Τί μάνα;
– Ναι, βλαστάρι μου... Σε φρόντισα... Σου 'φερα και μάλλινο πλεχτό...
– Τί;
– Πλεχτό... πλεχτό...
– Γιατί;
– Να το φοράς να ζεσταίνεσαι, ψυχοπόνι μου...
– Αχ, γιατί μάνα... (αύριο θα το τρυπήσουνε...)
– Το 'πλεξα μόνη μου τη νύχτα...
– Τί;
– Έπλεκα κι έκλαιγα...
– Να κοιμάσαι...
– Χρυσό θα σε κάνω. Μονάχα να βγεις. Η Αγγελική τρέχει. Όλοι τρέχουμε. Τρέχει κι ο πατέρας. Βήχει και τρέχει. Δύσκολα παιδί μου. Τρέμει ο κόσμος. Όλες οι πόρτες κλειστές.
Το κουδούνι χτυπάει σα λείψανο. Τέλος. Η κορνίζα αδειάζει. Άλλη δωδεκάδα περιμένει. Ο «κράχτης» παίρνει τη θέση του:
– Έλα ο Ζαλογιάννης! Έλα ο Μούρκας!
Το πλεχτό προσκυνητάρι γεμίζει καινούριο σπαραγμό...
Κάθε Τρίτη και κάθε Σάββατο, δέκα με δώδεκα: Η φυλακή ανασαίνει λίγο άνθρωπο. Μόνο αυτές τις δύο ώρες. Ύστερα η πόρτα κυλάει στα καρούλια της. Κυλάει, με τον τριγμό που κάνουν τα κόκαλα, σαν γέλιο κρύο και παγερό... Κι ο αγέλαστος θάνατος ανοίγει τα τεφτέρια του και διαλέγει:
– Να 'ρθει ο Ρασβάνης! Να 'ρθει ο Τσιφός!
Ο Ρασβάνης φεύγει. Ο Ρασβάνης δεν ξανάρχεται. Και δυο μάτια κόκκινα που βρέχανε το κιγκλίδωμα, τώρα βρέχουν ένα σταυρό.
«Ευάγγελος Ρασβάνης, ετών 20. Εξετελέσθει τη...»
Γιατί «εξετελέσθει»; Και ποιος το 'κρινε και τ' αποφάσισε; Από 'κει κι ύστερα αρχίζει μια άλλη ιστορία, που μικραίνει τον άνθρωπο, τον φτωχαίνει, τον κάνει ένα «τίποτα»! Από 'κει κι ύστερα αρχίζει τόσο κλάμα, που δεν θα τελειώσει κι αν όλες οι βρύσες έκλαιγαν δάκρυα... Μια φράση μονάχα έλειπε για να τα πει όλα, μια φράση στην πόρτα της Ελλάδας που να λέει τούτα:
«Εδώ σκότωναν τους ανθρώπους χωρίς μίσος» και θα 'φτανε!...
Κάθε Τρίτη και κάθε Σάββατο...
Χτυπάνε εδώ τα φτερά τους ψυχές άυπνες, που ακούνε από τώρα το βόλι που θα κόψει την ανάσα τους.
«Δικαστικαί Φυλακαί» γράφουν ανύποπτα τα γράμματα. Και μέσα τους δεν υπάρχει τίποτα... τίποτα, παρά σκέτο υλικό για τα αποσπάσματα.
Πρώτα εδώ ήταν πορνοστάσι. Ένα φοβερό κάτεργο της ηδονής, που οι άνθρωποι περνούσαν απ' έξω κι έφτυναν.
Τώρα είναι μετόχι του θανάτου. Οι γριούλες που έρχονται εδώ, συνηθίζουνε το δρόμο για τα μνήματα. Μόνο που εδώ, τα μνήματα ακόμα μιλούν. Κάθε Τρίτη και κάθε Σάββατο... Ημερεύουν λίγο τα ανατριχιασμένα πρόσωπα. Κι ύστερα κατεβαίνει ο τρόμος και καθίζει στην ψυχή ως το πρωί. Τα κελιά τουρτουρίζουνε χαμένα μες στο βραδυνό χιόνι. Η μιλιά τους είναι σιγανή σαν προσευχή. Έχουνε να ορκιστούνε, να παραγγείλουνε, να εγκαρδιωθούνε. Το κάθε κελί έχει και από κάποιον, που αύριο θα φύγει... Ακόμα δεν κάθισε στον πάγκο, δεν αντίκρυσε την κρίση τη φοβερή. Δεν ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την εκδίκηση, που εδώ τη λένε «δικαιοσύνη», μα το ξέρει. Μια κοφτή λέξη είναι η δίκη :
– Απαρνιέσαι;
– Όχι...
Τελείωσε! Από 'κείνη τη στιγμή είσαι λείψανο, υπόλοιπο σκιάς. Και περιμένεις. Τη σφαίρα την έχεις στη τσέπη σου, την πασπατεύεις σα μεταλίκι. Είναι στο χέρι σου να την πετάξεις ή να τη σφηνώσεις στο στήθος σου. Μα λες «όχι» και την κρατάς. Κι από 'κείνη την ώρα κάθεσαι και περιμένεις. Όπως περίμενε τις προάλλες ο Ρασβάνης και προχθές ο Καθαροσπόρης. Κι όπως περιμένει απόψε στο κελί μας ο Μονογιός. Είναι κάμποσες μέρες τώρα που περιμένει άφωνος στα στρωσίδια του. Και συλλογιέται βαθιά. Μετράει το πήδημα που 'χει να κάνει και τον πιάνει ίλιγγος. Μέσα του είπε «όχι» απ' την πρώτη ώρα που πέρασε την πύλη. Μα τώρα το «όχι» αυτό τον ποτίζει λίγο-λίγο σα φαρμάκι, ώσπου έφτασε στην καρδιά και τον έριξε στα στρωσίδια. Μα, σήμερα ξύπνησε αλλιώτικος. Περίλυπος για πάντα, μα ξαλαφρωμένος. Είχε διαλέξει τη ζωή. Θα 'λεγε «ναι», θ' απαρνιόταν. Μας το είπε το πρωί με στυφά λόγια κι' ένα σύγκρυο κύλισε απ' ανάμεσά μας. Θα 'λεγε «ναι». Κι ευτύς η φυλακή θ' άνοιγε!
Ναι, ήταν η τρίτη φορά, μετά απ' το «κακό» που το γνώριμο τσεμπέρι της γριάς μαύριζε πίσω απ' το κιγκλίδωμα. Η γριούλα είχε ζυγώσει με λαίμαργα μάτια και κρεμάστηκε ξανά στα σύρματα να πει τ' όνομα. Ο «κράχτης» μηχανικά το φώναξε :
– Να 'ρθει ο Καθαροσπόρης!
Κανένας δεν πέρασε το σκοινί. Όλοι το ξέρουμε. Και κατεβάζουμε τα μάτια. Ο Καθαροσπόρης κοιμάται με μια τρύπα στο στήθος.
– Δεν είναι εδώ, γιαγιά, σκύβει και της λέει ο «κράχτης». Δεν είναι εδώ ο Καθαροσπόρης. Τον πήρανε. Να 'ρθει ο Ξυνούλης!
– Κι ο Καθαροσπόρης, παιδί μου.
– Δεν είναι εδώ, είπα!
– Εδώ είναι, λέει εκείνη σίγουρη. Και τα μάτια της κυλάνε πάνω στα κουρεμένα κεφάλια. Εδώ είναι το παιδάκι μου. Πώς γίνεται να μην είναι εδώ; Εδώ τ' άφηκα. Αν ήτανε για να φύγει δε θα μου το μήναε;
Ο τελάλης νευριάζει :
– Ψάξε αλλού!.. της λέει άπονα. Απο δω τον πήρανε, τελείωσε. Αϊντε δίνε του τώρα, γιατί έχουμε και δουλειά. Να 'ρθει ο Ράκαλης! Να 'ρθει ο Γουρνάς! Έλα κι ο Μεσσάρης!
– Κι ο Καθαροσπόρης, αγοράκι μου... πες και Καθαροσπόρης... Βαγγέλης Καθαροσπόρης.
Ο τελάλης φουρκίζεται περισσότερο :
– Άσε με ντε, είπα! Μπααα!..
Κείνη τη στιγμή ο αρχιφύλακας που παρακολουθούσε από κάποια απόσταση, τρέχει και την τραβάει απ' το τσεμπέρι:
– Παραμέρα! της φώναξε άγρια.
– Το παιδί μου... καλέ μου άνθρωπε. Να μου το φωνάξει...
– Τραβήξου, λέω!
Απ' το μαύρο τσεμπέρι την τράβηξε! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βρισιά. Ν' αγγίξεις βάρβαρα ένα μαύρο τσεμπέρι!
– Τον Καθαροσπόρη, ματάκια μου...
Ο αρχιφύλακας τώρα άφρισε :
– Ε, λοιπόν, θέλεις να στο πω; Ε, να, άκου το! Το σκυλί σου ψόφησε! Να, μάθε το! Σου το ξαπλώσανε ανάσκελα! Να, άκου τα! Θέλεις κι' άλλα; Και στο παραχώσανε, να... γιατί βρώμαε τον τόπο! Άκου τα και τ' άλλα!
Τότε βγήκε μακρόσυρτη φωνή. Κι όλα κόπηκαν με το μαχαίρι. Και το βούισμα στην πόρτα... Κι οι μιλιές... Και τα λαχανιάσματα... Κι' ο τελάλης. Όλα πήξανε άξαφνα, σαν να 'σπασε ο κόσμος. Όλα γιόμησαν ανατριχίλα. Και μονάχα το αγρίμι που κούρνιαζε μες στο στήθος κεινού, συνέχισε να φρουμάζει:
– Παλιογρέτζω! φωνάζει και τη σέρνει σα σκήνωμα. Άϊντε να πας όξω να κλάψεις το κουτάβι σου.
Τότε έγινε ένα πράμα απίστευτο. Ο Σπύρος ο Μονογιός, που όλη αυτή την ώρα κοιτούσε άνοιαστος κατά την πόρτα, χυμά ξαφνικά, σπάζει με δύναμη το σκοινί και χύνεται κατά το κιγκλίδωμα.
– «Σπύρο» μας ήρθε να φωνάξουμε όλοι.
Μα εκείνος δεν μας πρόσεξε. Έβαλε το στόμα του στο σύρμα και με φωνή που κανένας δεν περίμενε, φώναξε κατά τη γριά:
– Γιαγιά!... Μητέρα!... Άκου! Έγώ το ξέρω πού είναι ο Βαγγέλης! Μεθαύριο θα πάω να τον ανταμώσω. Και θα του πω τα χαιρετίσματα.
Έτσι καθώς τη σέρνανε μισοτελειωμένη, έστησε η γριά κατά 'κει τα μάτια της.
– Να του πεις να σκεπάζεται... να σκεπάζεται...
Η όψη της ήταν λιποθυμισμένη.
– Έννοια σου γιαγιά...
Η φωνή της έσβησε πίσω απ' την πύλη. Δέκα χύμηξαν τώρα κατά το Σπύρο.
Η συνέχεια, είναι μουσκεμένη αίματα. Μα, αυτή είναι μία άλλη ιστορία, μία άλλη σελίδα, άλλη φρίκη.
Η ιστορία τούτη τελειώνει εδώ. Σε δυο λεπτά χτύπησε το κουδούνι. Κι όλοι το ακούσαμε καθαρά:
Το γ έ λ ι ο . . . Το γνωστό κρύο γέλιο.
Τα καρούλια είχαν κυλήσει. Κι ο αγέλαστος θάνατος θρονιάστηκε κιόλα στο κατώφλι κι άνοιξε το τεφτέρι του:
– Να 'ρθει ο Μονογιός!...»
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
«ΤΟ ΚΡΥΟ ΓΕΛΙΟ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου