Καταιγίδα ήταν και πέρασε.
Ξεπλύθηκαν τα φύλλα από τη σκόνη και οι ψυχές από όσα τις βαραίνουν. Εδώ, όλα μπορεί να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Στην Κέρκυρα είσαι μην το ξεχνάς. Μαγεία!
«Έλα τώρα, εδώ που φέγγει ο ασβέστης, και η όμπρα σού φανερώνει τα αδιάβαστα σημάδια, στην απάνω ρούγα στο παλιό χωριό, έλα να πιάσουμε μια ζύμη, να κάνουμε λουκουμάδες όπως έκαναν οι νόνες», ανοικτή πρόσκληση στο καλοδιατηρημένο αρχοντικό.
Ναι θα λες κάθε φορά με την ίδια χαρά, γνωρίζοντας πως ευαίσθητη και ιδιότροπη η ζύμη από τα γεννοφάσκια της, αποδεικνύεται ευγενής τέχνη, συνυφασμένη με τη ζωή και τον άνθρωπο.
“Η ζύμη που δεν ξέρει από σιωπές, πήρε στο διάβα της ζωής σχεδόν μυθικές διαστάσεις. Μιλάει ακατάπαυστα, έχει ανάγκη από ξεκούραση, πιο λίγο από τη σιέστα σου, θέλει όμως, να ονειρευτεί για να κάμει επανάσταση! Επηρεάζεται να ξέρεις, όχι μόνο από τη θερμοκρασία και τις συνθήκες του περιβάλλοντος, αλλά και από τα χέρια που την αγγίζουν, ακόμη και τα μάτια που την κοιτάζουν, ναι μην το περιγελάς όλα έχουν σημασία, μέχρι και το τραγούδι που θα πεις και οι σκέψεις που θα σού περάσουν από το μυαλό κι αυτές μάτια... Και περνώντας τα χρόνια, μπορεί να έχουν ατονήσει όλα αυτά, όμως σε κάποιες γειτονιές υπάρχουν ακόμα, εκείνοι που θυμούνται τον τρόπο "α λά παλαιά".
Ναι η ζύμη έχει τη δική της προσωπικότητα, ψυχή μου… «επιμένει η Μελισσινή, μετρά δυο κούπες χλιαρό νερό, μισή φρέσκο γάλα, τρεις κουταλιές λάδι καλό, δικό μας, στη μύτη του κουταλιού το αλάτι, χοντρό σαν σπυρί, κουκιστή η χιώτικη μαστίχα, μια ιδέα μόνο, μισή χούφτα καστανή ζάχαρη, δυο – τρεις σταγόνες λεμόνι, και όλα μαζί στην πήλινη λεκάνη με το προζύμι. Αφήνεις την ξύλινη κουτάλα μέσα, έτσι τό ’χει ανάγκη, είναι η ξόβεργα για την καλή τύχη, ναι μην απορείς. Αργότερα, όταν θα πιαστεί η ζύμη, προσθέτεις το υπόλοιπο αλεύρι, σταρένιο άσπρο, όσο σηκώσει ο χυλός κι όχι όσο έχεις στο σακούλι.
Όταν χτυπάει τα χέρια της και φωτίζεται ένα λευκό σύννεφο αλεύρι στο φως που πέφτει λοξά από το φεγγίτη ξυπνούν όλα τα μυστήρια της ζύμης και μπαίνουν στο χορό. Έξω από το παράθυρο, ο άνεμος περνώντας από τις φυλλωσιές του κήπου επισπεύδει την πτώση των φύλλων. Κάποια παρασύρονται πολύ μακριά πριν πέσουν στην άσφαλτο τραγουδώντας «χείλια κοράλλια, μην μιλάς ζήσε γι‘ αυτά που αγαπάς».
Όταν η δημιουργία γίνεται όχημα πολιτισμού και αιτία συνάντησης με αφορμή ένα πιάτο ζεστούς λουκουμάδες δεν μπορείς παρά να ταξιδέψεις μέσα από αυτή τη γλυκιά γεύση και τα αρώματα, να γυρίσεις πίσω τον καιρό και τον χρόνο. Κατανοώντας την ανάγκη αλλά και το δικαίωμα σε μια σταγόνα θυμαρίσιο μέλι που κυλάει φορτωμένη κανέλλα θ’ ανακαλύψεις ξανά και ξανά τη μεγάλη αξία του «εμείς».
Ένα πιάτο λουκουμάδες αφορμή για να ξεδιπλωθούν όμορφα συναισθήματα, για να μοιραστείς τη στιγμή, μια καλημέρα στην πλατεία, ή μια καλησπέρα στο ηλιοβασίλεμα μετά τη βροχή, να υποσχεθείς την αγάπη σε όσα κρύβονται για να τα ξαναβρείς, να βρεις καιρό καλό ν’ αρμενίσεις για εσένα, να σταθείς στο φανοστάτη όπως παλιά στο πρώτο ραντεβού και να περιμένεις μέχρι τα όνειρα να σταματήσουν μπροστά σου κορτάροντας ανοιχτά το μέλλον. Αύριο, ψυχή μου, αύριο…
Η εσωτερική σου πυξίδα θα σε φέρει στην Κέρκυρα, για να σε μαγέψει. Εδώ θα διαπιστώσεις πως υπάρχουν και εκείνοι οι ονειροπόλοι έτοιμοι να καταθέσουν μια άλλη κουλτούρα και ναι, με το χαμόγελο της οικειότητας θα σε φιλέψουν ένα πιάτο «χαρίσιους πλακούντες», όπως τους αναφέρει ο Αριστοτέλης και θα σου ευχηθούν «ψυχή μου, να σε θέλει η ζωή, ψυχή μου».
«‘Ένα φεγγάρι από παλιά, μεθά στα λάθη, γυρεύει μόνο μια αγκαλιά, κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή καινούργια πάθη», χαμογελάς στη θύμηση.
Και η πανσέληνος θα βρίσκεται εκεί και θα σε περιμένει. Εκεί που σκάει το κύμα στην έρημη ακτή, εκεί για να διασκεδάσεις τη λύπη και την άρνηση, για να ταξιδέψεις με τη φαντασία σου, εκεί να σου υπενθυμίζει ότι όλα μπορεί και ν’ αρχίζουν τη στιγμή που τελειώνουν.
Μη διστάσεις να ’ρθεις, κάθε τέλος είναι μια καινούργια αρχή και είναι ωραίο να έχεις αφετηρία την Κέρκυρα, έλα να πεις αυτά που δεν ειπώθηκαν, έλα να κάνεις όσα δεν έγιναν, να ξοδέψεις τις μέρες σου εδώ που στα καντούνια τρέφουν στην αγάπη.
Εδώ να ’ρθεις, χαράματα που ανθίζουνε τα θαύματα.
Εδώ να ’ρθεις, εδώ να πιαστείς από το φως του φεγγαριού σε δική σου παράσταση.
Εδώ να ’ρθεις, όταν τα κύματα πηγαίνουνε ζερβά και ο εσπερινός ψαλμός γητεύει την άγονη σκέψη.
Έλα, να γίνει η αγάπη αφορμή κι εγώ η δική σου διαδρομή,
βαθιά γαλάζια ζωγραφιά βγάζω απ’ τα χέρια τα καρφιά
απ’ τα κρυμμένα να γλιτώσω στο φως, στο φως να τα χρεώσω.
Ευγνώμων στην Κέρκυρα της καρδιάς μου!
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Από το υπό έκδοση βιβλίο μου «Οιστρήλατος Ιόνιος πλους»«Λουκουμάδες με μέλι, η ζωή να σε θέλει»
Καταιγίδα ήταν και πέρασε.
Ξεπλύθηκαν τα φύλλα από τη σκόνη και οι ψυχές από όσα τις βαραίνουν. Εδώ, όλα μπορεί να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Στην Κέρκυρα είσαι μην το ξεχνάς. Μαγεία!
«Έλα τώρα, εδώ που φέγγει ο ασβέστης, και η όμπρα σού φανερώνει τα αδιάβαστα σημάδια, στην απάνω ρούγα στο παλιό χωριό, έλα να πιάσουμε μια ζύμη, να κάνουμε λουκουμάδες όπως έκαναν οι νόνες», ανοικτή πρόσκληση στο καλοδιατηρημένο αρχοντικό.
Ναι θα λες κάθε φορά με την ίδια χαρά, γνωρίζοντας πως ευαίσθητη και ιδιότροπη η ζύμη από τα γεννοφάσκια της, αποδεικνύεται ευγενής τέχνη, συνυφασμένη με τη ζωή και τον άνθρωπο.
“Η ζύμη που δεν ξέρει από σιωπές, πήρε στο διάβα της ζωής σχεδόν μυθικές διαστάσεις. Μιλάει ακατάπαυστα, έχει ανάγκη από ξεκούραση, πιο λίγο από τη σιέστα σου, θέλει όμως, να ονειρευτεί για να κάμει επανάσταση! Επηρεάζεται να ξέρεις, όχι μόνο από τη θερμοκρασία και τις συνθήκες του περιβάλλοντος, αλλά και από τα χέρια που την αγγίζουν, ακόμη και τα μάτια που την κοιτάζουν, ναι μην το περιγελάς όλα έχουν σημασία, μέχρι και το τραγούδι που θα πεις και οι σκέψεις που θα σού περάσουν από το μυαλό κι αυτές μάτια... Και περνώντας τα χρόνια, μπορεί να έχουν ατονήσει όλα αυτά, όμως σε κάποιες γειτονιές υπάρχουν ακόμα, εκείνοι που θυμούνται τον τρόπο "α λά παλαιά".
Ναι η ζύμη έχει τη δική της προσωπικότητα, ψυχή μου… «επιμένει η Μελισσινή, μετρά δυο κούπες χλιαρό νερό, μισή φρέσκο γάλα, τρεις κουταλιές λάδι καλό, δικό μας, στη μύτη του κουταλιού το αλάτι, χοντρό σαν σπυρί, κουκιστή η χιώτικη μαστίχα, μια ιδέα μόνο, μισή χούφτα καστανή ζάχαρη, δυο – τρεις σταγόνες λεμόνι, και όλα μαζί στην πήλινη λεκάνη με το προζύμι. Αφήνεις την ξύλινη κουτάλα μέσα, έτσι τό ’χει ανάγκη, είναι η ξόβεργα για την καλή τύχη, ναι μην απορείς. Αργότερα, όταν θα πιαστεί η ζύμη, προσθέτεις το υπόλοιπο αλεύρι, σταρένιο άσπρο, όσο σηκώσει ο χυλός κι όχι όσο έχεις στο σακούλι.
Όταν χτυπάει τα χέρια της και φωτίζεται ένα λευκό σύννεφο αλεύρι στο φως που πέφτει λοξά από το φεγγίτη ξυπνούν όλα τα μυστήρια της ζύμης και μπαίνουν στο χορό. Έξω από το παράθυρο, ο άνεμος περνώντας από τις φυλλωσιές του κήπου επισπεύδει την πτώση των φύλλων. Κάποια παρασύρονται πολύ μακριά πριν πέσουν στην άσφαλτο τραγουδώντας «χείλια κοράλλια, μην μιλάς ζήσε γι‘ αυτά που αγαπάς».
Όταν η δημιουργία γίνεται όχημα πολιτισμού και αιτία συνάντησης με αφορμή ένα πιάτο ζεστούς λουκουμάδες δεν μπορείς παρά να ταξιδέψεις μέσα από αυτή τη γλυκιά γεύση και τα αρώματα, να γυρίσεις πίσω τον καιρό και τον χρόνο. Κατανοώντας την ανάγκη αλλά και το δικαίωμα σε μια σταγόνα θυμαρίσιο μέλι που κυλάει φορτωμένη κανέλλα θ’ ανακαλύψεις ξανά και ξανά τη μεγάλη αξία του «εμείς».
Ένα πιάτο λουκουμάδες αφορμή για να ξεδιπλωθούν όμορφα συναισθήματα, για να μοιραστείς τη στιγμή, μια καλημέρα στην πλατεία, ή μια καλησπέρα στο ηλιοβασίλεμα μετά τη βροχή, να υποσχεθείς την αγάπη σε όσα κρύβονται για να τα ξαναβρείς, να βρεις καιρό καλό ν’ αρμενίσεις για εσένα, να σταθείς στο φανοστάτη όπως παλιά στο πρώτο ραντεβού και να περιμένεις μέχρι τα όνειρα να σταματήσουν μπροστά σου κορτάροντας ανοιχτά το μέλλον. Αύριο, ψυχή μου, αύριο…
Η εσωτερική σου πυξίδα θα σε φέρει στην Κέρκυρα, για να σε μαγέψει. Εδώ θα διαπιστώσεις πως υπάρχουν και εκείνοι οι ονειροπόλοι έτοιμοι να καταθέσουν μια άλλη κουλτούρα και ναι, με το χαμόγελο της οικειότητας θα σε φιλέψουν ένα πιάτο «χαρίσιους πλακούντες», όπως τους αναφέρει ο Αριστοτέλης και θα σου ευχηθούν «ψυχή μου, να σε θέλει η ζωή, ψυχή μου».
«‘Ένα φεγγάρι από παλιά, μεθά στα λάθη, γυρεύει μόνο μια αγκαλιά, κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή καινούργια πάθη», χαμογελάς στη θύμηση.
Και η πανσέληνος θα βρίσκεται εκεί και θα σε περιμένει. Εκεί που σκάει το κύμα στην έρημη ακτή, εκεί για να διασκεδάσεις τη λύπη και την άρνηση, για να ταξιδέψεις με τη φαντασία σου, εκεί να σου υπενθυμίζει ότι όλα μπορεί και ν’ αρχίζουν τη στιγμή που τελειώνουν.
Μη διστάσεις να ’ρθεις, κάθε τέλος είναι μια καινούργια αρχή και είναι ωραίο να έχεις αφετηρία την Κέρκυρα, έλα να πεις αυτά που δεν ειπώθηκαν, έλα να κάνεις όσα δεν έγιναν, να ξοδέψεις τις μέρες σου εδώ που στα καντούνια τρέφουν στην αγάπη.
Εδώ να ’ρθεις, χαράματα που ανθίζουνε τα θαύματα.
Εδώ να ’ρθεις, εδώ να πιαστείς από το φως του φεγγαριού σε δική σου παράσταση.
Εδώ να ’ρθεις, όταν τα κύματα πηγαίνουνε ζερβά και ο εσπερινός ψαλμός γητεύει την άγονη σκέψη.
Έλα, να γίνει η αγάπη αφορμή κι εγώ η δική σου διαδρομή,
βαθιά γαλάζια ζωγραφιά βγάζω απ’ τα χέρια τα καρφιά
απ’ τα κρυμμένα να γλιτώσω στο φως, στο φως να τα χρεώσω.
Ευγνώμων στην Κέρκυρα της καρδιάς μου!
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Από το υπό έκδοση βιβλίο μου «Οιστρήλατος Ιόνιος πλους»

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου