Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Ο Τίτος Πατρίκιος αναγορεύεται ακαδημαϊκός. Μιλά σύντομα για τη σχέση της τέχνης με την εξουσία και κλείνει με ποίηση

Στην πανηγυρική Συνεδρία Υποδοχής του ως Επίτιμου Μέλους της Ακαδημίας Αθηνών την ομιλία του με θέμα : «Παράδοση και νεωτερικότητα στη λογοτεχνία και την ποίηση» διάβασε ο ηθοποιός, θεατρικός σκηνοθέτης και ακαδημαϊκός, Στάθης Λιβαθινός, ενώ ο μεγάλος μας ποιητής μίλησε σύντομα για τη σχέση της τέχνης με την εξουσία. ♦ Σταχυολογούμε από τις αναρτήσεις του Αντίφωνο Κωστής Παπαϊωάννου και του Christos Rammos λίγα δείγματα της έξοχης ποίησης του Τίτου Πατρίκιου. ➖Από την ανάρτηση του Αντίφωνο Κωστής Παπαϊωάννου: Ό,τι κι αν λέω… Ό,τι κι αν λέω ό,τι κι αν γράφω αδύνατο να πείσω τους νεκρούς πως για να ζήσω δεν τους πρόδωσα. Γενάρης 1962 Σε βρίσκει η ποίηση Εκεί που αναρωτιέσαι για πράγματα που πρώτη φορά αντικρίζεις για πράγματα χιλιοειπωμένα που έχουνε πια περάσει για πράγματα που ξαφνιάζουν κι ας γίνονται κάθε μέρα για πράγματα που έλεγες δεν θα συμβούν ποτέ και τώρα συμβαίνουν μπρος στα μάτια σου γι’ άλλα που επαναλαμβάνονται μ’ ελάχιστες παραλλαγές για πράγματα που πουλιούνται μόλις πιάσουν κατάλληλη τιμή για πράγματα που σάπισαν με το πέρασμα του καιρού ή που ήσαν σάπια απ’ την αρχή και δεν το έβλεπες εκεί που απορείς για πράγματα που μπόρεσες να κάνεις για πράγματα σοβαρά ή ανόητα που ρίσκαρες τη ζωή σου για πράγματα σημαντικά που τα κατάλαβες αργότερα για πράγματα που τα φοβήθηκες κι απέφυγες ν’ αναλάβεις για πράγματα που τα προγραμμάτισες και δεν σου βγήκαν γι’ άλλα που τα σχεδίασαν άλλοι και βγήκαν διαφορετικά για πράγματα που σου έτυχαν χωρίς να τα περιμένεις για πράγματα που μόνο τα ονειρεύτηκες και κάποτε, μία στις χίλιες, πραγματώθηκαν… Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση. 2012 Οφειλή Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει, πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα, δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων, συστηματική υπόσκαψη κ' έτοιμες νεκρολογίες είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω. Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων, γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου. Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή κι όσος καιρός μου μένει σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν για να τους ιστορήσω. Νοέμβρης 1957 ➖Από την ανάρτηση του Christos Rammos: "Υμνώ το σώμα" Ι. Υμνώ το σώμα που υψώνεται σαν μίσχος σώμα γυναίκας που γοργά ή νωχελικά κινείται που ανθίζει και τον χειμώνα ακόμα που αλλάζει όσα νεκρώνουν κύτταρά του σε ρόδινη φρέσκια σάρκα, που δίνει τις δικές του προσταγές γι' αέναες επιθυμίες για σμίξιμο και συνταύτιση μ' ένα άλλο σώμα. Υμνώ και το κουρασμένο σώμα της γυναίκας το λυγισμένο από τον μόχθο κάθε μέρας το φυραμένο, με στεγνωμένους τους χυμούς το σώμα που το απειλεί η ακινησία το φοβισμένο από την ηλικία, την αρρώστια που ενώ ξέρει πως τελικά νικάει ο θάνατος δεν παραδίδεται άνευ όρων στη φθορά. ΙΙ. Υμνώ τα πόδια που δεν αγγίζουν λες τη γη σαν να ήσανε αέρινα, τις γάμπες σαν σπαθιά που σκίζουνε στα δυο και το πιο βαθύ σκοτάδι τ' ασυμβίβαστα γόνατα, τους γλυπτούς μηρούς που προλειαίνουν ως τα κατάβαθα τις συνερεύσεις τους διπλοθόλωτους γλουτούς, τη χαραγή τους το σχίσιμο του κόλπου, το κλειδί της ηδονής. Υμνώ και τα πόδια με τους πρησμένους αστραγάλους τα κότσια, τις τριχωμένες γάμπες τις χοντρές μ' εξογκωμένες φλέβες, φαγωμένες από κιρσούς τα τσακισμένα γόνατα της δουλειάς, της ορθοστασίας τα παχιά μεριά με βούλες απ' την κυτταρίτιδα τις αδρόσιστες, συγκαμένες, μέσα παρειές τους τα κρεμαστά καπούλια με τους απόκρυφους καημούς. ΙΙΙ. Υμνώ τα όρθια στήθη όπως των αγαλμάτων στο χάιδεμα άγουρα, στο χούφτιασμα γινωμένα με ρόγες κόκκινες όπως οι άγριες φράουλες τα μπράτσα που ξέρουν ν' αγκαλιάζουν τον στητό λαιμό, τις πλάτες επίπεδες κι ανθεκτικές τη χορευτική κοιλιά με όσες χρειάζονται καμπύλες με το χρυσό της χνούδι ακύμαντο να περιμένει. Υμνώ και τις χαλαρές κοιλιές μανάδων με ουλές από καισαρικές τομές, από εγχειρήσεις τα προκοίλια γυναικών με το αδηφάγο λίπος μοναδική απόλαυσή τους, τις κυρτωμένες πλάτες τα μπράτσα τα πλαδαρά με τις αξύριστες μασχάλες τους γερτούς τραχήλους, τους έρημους κούφιους κόρφους με τους σβησμένους πόθους, τις άσβηστες ορέξεις. IV. Υμνώ το πρόσωπο που η ομορφιά του σε θαμπώνει το πρόσωπο με τ' ατίθασα, ηλεκτροφόρα του μαλλιά τα ματοτσίνουρα που αναβοσβήνουνε το φως τη μύτη λεπτόγραμμη όπως πλώρη καϊκιού την τέλεια γεωμετρία των χειλιών με το πηγούνι το στόμα που στον έρωτα στάζει ροδόνερο και λόγια. Υμνώ τα μάτια που καθρεφτίζουν δύο απρόβλεπτα πελάγη. Υμνώ και το πρόσωπο που η ομορφιά το εγκαταλείπει ή τρομαγμένη κρύβεται στο βάθος των ματιών το πρόσωπο το σκαμμένο από αγκαθωτές ρυτίδες με βλέμμα πήλινο, στεγνό, με βλέφαρα άδειες φούσκες με φρύδια αθέριστα χωράφια, το πάνω χείλι τριχωτό με κρεατοελιές στα χαμηλά της μύτης, στο πηγούνι. Υμνώ το πρόσωπο που το τύλιξε μια σταχτιά σκιά. V. Υμνώ τα χέρια που δίνουν μορφή στην ύλη που γράφουν στο χαρτί, στη γραφομηχανή, στον υπολογιστή που σιωπώντας ξέρουν να μιλούν, τ' ασημένια χέρια που σφίγγουν, θωπεύουν, αποχαιρετούν για πάντα τα χέρια που πιάνουν ό,τι ακάθαρτο μένοντας αθώα που ανασηκώνουν μωρά, αρρώστους, πληγωμένους. Υμνώ τα δάχτυλα που αγγίζουν όργανα και χαρίζουν μουσική. Υμνώ τα χέρια που βαριά δουλεύουν, τα τραχιά τα μασημένα από μηχανές, τα ματωμένα από εργαλεία τα καταπονημένα από τη λάτρα του σπιτιού τα δάχτυλα με τα ραγισμένα, ξεφλουδισμένα νύχια. Υμνώ τα χέρια που παίρνουν όπλα για την ελευθερία τώρα όμως μόνο αφού εξετάσω και βεβαιωθώ πως η ελευθερία που υπόσχονται δεν είναι μια νέα σκλαβιά. VI. Υμνώ και το σώμα του άντρα, όμως αυτό λιγότερο ίσως γιατί λιγότερο μ' εμπνέει, λιγότερο το παρατηρώ ίσως γιατί δεν διαφέρει τόσο πολύ απ' της γυναίκας. Πάντως υμνώ το αρμονικό, το αθλητικό του σώμα όπως και το ακρωτηριασμένο σε πολέμους, σ' ατυχήματα, το σώμα σε γιορτή, σε συντροφιά, σε στοχασμό. Κυρίως το υμνώ όπως το ύμνησαν γλύπτες και ζωγράφοι. Υμνώ το κατορθωμένο σώμα σ' όλες του τις εποχές όχι μονάχα στην εαρινή, την πρώτη που όλα τα σώματα είναι από μόνα τους ωραία. Υμνώ το σώμα που διασχίζει τους καιρούς όπως καράβι τους ωκεανούς, που συνεχίζει παρά τα ρήγματα, τις ζημιές, τις αβαρίες, που μπορεί ν' αναγνωρίζει όλες τις δικές του απώλειες. VII. Υμνώ το σώμα που πλάθει τη συνείδησή μου που φυλάει σε μια κρυψώνα του όσα της ξεφεύγουν που γεννάει αισθήσεις, σκέψεις, τη μιλιά μου. Το σώμα που όταν χαθεί θα ζει μες στις δικές μου λέξεις αυτό που μου γέννησε και τη λέξη χρόνος γιατί χωρίς το ανθρώπινο κορμί χρόνος δεν υπάρχει ή κι αν υπάρχει ποτέ δεν αποχτάει νόημα. Υμνώ το σώμα που μ' αντέχει, δεν μ' έχει βαρεθεί δεν μ' έχει αποτινάξει από πάνω του το σώμα που ό,τι κι αν του κάνω με μεταφέρει, με μετακινεί, με κρατάει ορθό. Υμνώ το απόλυτο σώμα, το σώμα όλων, το δικό μου που με καλύπτει, μ' έχει σφιχτά αγκαλιασμένο αυτό που μαζί μια μέρα θα τελειώσουμε. Τίτος Πατρίκιος Ιούλιος 2010 (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Διαβάζω" τ. 513)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ-ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β´ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949 ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ  Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ...

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου