Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Μυρτιά – δάφνη – σχίνος

ΜΑΝΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ


Στον ελληνικό πολιτισμικό ορίζοντα, πριν ακόμη το νεοσύστατο κράτος του Όθωνα εισαγάγει τις δικές του «εθιμικές κανονικότητες», ο εορταστικός χρόνος του Δεκεμβρίου δεν είχε ως κεντρικό άξονα το έλατο αλλά ένα άλλο, οργανικά εντοπισμένο, βαθιά ριζωμένο τρίπτυχο πρασίνου: τη μυρτιά, τη δάφνη και τον σχίνο.
Τρία φυτά που δεν λειτουργούσαν ποτέ ως απλή διακόσμηση, αποτελούσαν συστήματα αρχαίων συμβολισμών, πλέγματα νοημάτων που συνέδεαν τον άνθρωπο με τη γη του, τη γη με την ελπίδα, την ελπίδα με το φως της Γέννησης.
Η τοποθέτησή τους στα ανώφλια των σπιτιών δεν ήταν «συνήθεια». Ήταν μια τελετουργική αναχαίτιση του σκοτεινού χειμώνα, ένας τρόπος να δηλωθεί ότι, ακόμη κι όταν η φύση υποχωρεί, το ζωντανό δεν εξαφανίζεται αλλά απλώς κρύβεται, υπομένει, συντηρεί την υπόσχεση της αναγέννησης.
Η μυρτιά, φυτό καθαρότητας και εύνοιας, λειτουργούσε ως δοχείο ευλογίας, η δάφνη, σύμβολο νίκης, επέβαλλε μια διακριτική αλλά σταθερή βεβαιότητα ότι ο οικισμός και ο οίκος δεν παραδίδονται στο σκοτάδι κι ο σχίνος—το πιο ταπεινό και πιο ανθεκτικό—γινόταν το οικιακό όριο, ένα καθημερινό αντιδαιμονικό φράγμα, ένα υλικό «όχι» στις σκοτεινές δυνάμεις.
Αυτό το εντόπιο σύμπαν πρασίνου αποτελεί ένα είδος αντι-δέντρου: όχι το κάθετο, επιβλητικό σύμβολο δύναμης του βορρά, αλλά το οριζόντιο, διακριτικό και διάχυτο πράσινο που εγκαθίσταται επάνω στα κατώφλια, στα ράφια, στα κενά των τοίχων.
Είναι το πράσινο που δεν επιβάλλεται, αλλά επιμένει. Δεν υψώνεται για να κατακτήσει το βλέμμα, αλλά εμποτίζει τον χώρο, όπως ακριβώς η Γέννηση δεν υπήρξε θέαμα αλλά γεγονός κρυμμένο σε μια ταπεινή φάτνη.
Η είσοδος του ελάτου στην ελληνική χριστουγεννιάτικη πρακτική δεν είναι αθώα, ούτε τυχαία. Είναι σχεδόν κρατική πράξη. Φθάνει μαζί με τον Όθωνα, ως πολιτισμική υποσημείωση της βαυαρικής αντιβασιλείας, που επιχειρούσε —με έναν σχεδόν αποικιοκρατικό ζήλο— να χαράξει σταδιακά ένα νέο τελετουργικό σώμα για το ελληνικό έθνος: πιο «πολιτισμένο», πιο «ευρωπαϊκό», πιο «όρθιο» και κατ’ εικόνα των βόρειων μοναρχιών.
Έτσι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο γίνεται όχι σύμβολο της Γέννησης, αλλά σύμβολο του νεοσύστατου κράτους, ένα είδος φυτικού διατάγματος που δηλώνει πως, από εδώ και πέρα, τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα θα ομοιάζουν με εκείνα του Μονάχου.
Υπόγεια, σχεδόν αθόρυβα, το τρίπτυχο μυρτιά – δάφνη – σχίνος παραμερίζεται ως «λαϊκό», «παλαιϊκό», «μη-κοσμοπολίτικο», ενώ το έλατο, ακλόνητο και κάθετο, εισέρχεται στην εορταστική συνείδηση σαν ένα μικρό δένδρο-τελετάρχης του νέου ευρωπαϊκού ύφους.
Εδώ βρίσκεται η ειρωνεία: το φυτό που δεν είχε καμία σχέση με την ελληνική χλωρίδα στις περιοχές όπου ζούσαν οι άνθρωποι, ενθρονίστηκε ως «αυθεντικό» χριστουγεννιάτικο σύμβολο, ενώ τα ελληνικά φυτά, που επί αιώνες στήριζαν τη λαϊκή μνήμη, εξορίστηκαν στη λήθη.
Ίσως η πιο εύγλωττη εικόνα αυτής της μετατόπισης είναι η θλιβερή —και ειλικρινά ανιστόρητη— παρουσία του φωτισμένου ελάτου μέσα στους ναούς, συχνά τοποθετημένου μπροστά στο τέμπλο, λες και ο βυζαντινός εικονογραφικός χώρος χρειάζεται εικονογραφική υπόμνηση εμπορικού κέντρου.
Η εικόνα αυτή δεν είναι απλώς αισθητική αδεξιότητα αλλά πολιτισμική παραχάραξη. Η Ορθόδοξη παράδοση, που οικοδόμησε επί αιώνες μια ολόκληρη αισθητική της ενανθρώπισης—της σιωπής, της ταπεινότητας, της φωτεινής κρυπτικότητας—αντικαθίσταται από το εκθαμβωτικό αλλά άδειο θέαμα ενός ξένου δέντρου με λαμπιόνια LED.
Σε αυτή τη σκηνή, η ειρωνεία γίνεται σχεδόν τραγική: το έλατο, το κατ’ εξοχήν φυτικό εμβλημα κράτους και όχι Εκκλησίας, φωτίζεται μπροστά από το τέμπλο, δηλώνοντας πως η αισθητική του έθνους-κράτους υπερίσχυσε της αισθητικής της θείας οικονομίας.
Στην πραγματικότητα, είναι σαν να έχει εισέλθει στην αγιογραφημένη σκηνή ένα αλλότριο σύμβολο, ηχηρό, επιβλητικό και «ορθόδοξο» μόνο κατ’ ευφημισμόν.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επιστροφή στη μυρτιά, τη δάφνη και τον σχίνο δεν είναι αρχαιοπρεπής νοσταλγία αλλά μια πράξη αποκατάστασης του τρόπου, όχι απλώς του εθίμου.
Είναι η ανάκτηση του ελληνικού νοήματος των Χριστουγέννων: η γέννηση που συντελείται αθόρυβα, η ελπίδα που εκφράζεται με θραύσματα πρασίνου, όχι με φωταγωγημένους πύργους.
Είναι η αποδοχή ότι ο τόπος έχει δικά του σημεία, δικά του σύμβολα, δικά του φυτά για να υποδεχτεί το φως της Γέννησης—και ότι αυτά τα ταπεινά κλαδιά είναι συχνά πιο κοντινά στη μυστική οικονομία της Θεοτόκου από ό,τι το επιβλητικό και εγωκεντρικό έλατο.
Αν κάτι αξίζει να επανατοποθετηθεί στο κέντρο της χριστουγεννιάτικης εμπειρίας, είναι η μνήμη ότι η Γέννηση δεν έλαβε χώρα μέσα στη φαντασιακή αισθητική ενός δάσους της βόρειας Ευρώπης, αλλά μέσα στον πραγματικό φυτικό ορίζοντα της Παλαιστίνης: στους μικρούς φοινίκες που όριζαν την τοπογραφία της, στα χαμηλά κλαδιά που δεν επιβάλλονταν αλλά περιέβαλλαν το γεγονός με την αθόρυβη παρουσία τους.
Και, αντιστοίχως, για την ελληνική πρόσληψη του μυστηρίου, τα φυτά που συνόδευαν επί αιώνες τον εορτασμό—η μυρτιά, η δάφνη, ο σχίνος—δεν ήταν διακοσμητικά υποκατάστατα, αλλά οργανικά σύμβολα της καθαρότητας, της νίκης και της αντοχής, δηλαδή των ίδιων των ιδιωμάτων της ενανθρώπισης.
Η επιστροφή σε αυτά τα ταπεινά αλλά ουσιώδη φυτικά σημεία δεν είναι άσκηση αισθητισμού.
Είναι μια πράξη ευθύνης απέναντι στη μνήμη του τόπου και απέναντι στο ίδιο το θεολογικό νόημα της εορτής, το οποίο δεν αποκαλύπτεται στο ύψος ενός στολισμένου ελάτου αλλά στη χαμηλή, επίμονη, γήινη μαρτυρία των φυτών που έμαθαν να περιμένουν το φως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, που οι Βλάχοι τα λένε Cãrtsiunu , άρχιζαν και οι ετοιμασίες. Τα σπίτια στρώνονταν με ό,τι καλύτερο διέθεταν...

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου