Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Joan Baez Και οι δύο ξέρουμε τι μπορούν να φέρουν οι αναμνήσεις, φέρνουν διαμάντια και σκουριά

 


Diamonds and Rust, το πιο θλιμμένο και παράλληλα τρυφερό τραγούδι που έχει γραφτεί ποτέ για έναν έρωτα μεγάλο, ωστόσο πλέον πεθαμένο












 Well, I'll be damned Here comes your ghost again But that's not unusual It's just that the moon is full And you happened to call And here I sit Hand on the telephone Hearing a voice I'd known A couple of light years ago Heading straight for a fall As I remember your eyes Were bluer than robin's eggs My poetry was lousy you said Where are you calling from? A booth in the midwest Ten years ago I bought you some

cufflinks You brought me something We both know what memories can bring They bring diamonds and rust Well, you burst on the scene Already a legend The unwashed phenomenon The original vagabond You strayed into my arms And there you stayed Temporarily lost at sea The Madonna was yours for free Yes, the girl on the half-shell Could keep you unharmed Now I see you standing With brown leaves falling all around And snow in your hair Now you're smiling out the window Of that crummy hotel Over Washington Square Our breath comes out white clouds Mingles and hangs in the air Speaking strictly for me We both could have died then and there Now you're telling me You're not nostalgic Then give me another word for it You who are so good with words And at keeping things vague 'Cause I need some of that vagueness now It's all come back too clearly Yes, I loved you dearly And if you're offering me diamonds and rust I've already paid Διαμάντια και σκουριά Καλά να με πάρει και να με σηκώσει να το φάντασμά σου έρχεται και πάλι μ' αυτό δεν είναι ασυνήθιστο είναι απλά που το φεγγάρι είν' ολόγιομο και 'συ συνέβη να πάρεις κι εγώ εδώ να κάθομαι με το χέρι στο τηλέφωνο ν' ακούω μια φωνή που είχα γνωρίσει μερικά έτη φωτός παλιότερα να πηγαινει κατευθείαν στον γκρεμό Όπως τα θυμάμαι τα μάτια σου ήταν πιο γαλανά κι απ' τα' αυγά της κουρούνας Η ποίησή μου είν' άθλια είχε πει. Από πού καλείς; Από ένα θάλαμο στα μεσοδυτικά; Πάνε δέκα χρόνια που σ' αγόρασα κάτι μανικετόκουμπα, εσύ μου 'φερες κάτι; Κι οι δυο μας ξέρουμε τι μπορούν να φέρουν οι αναμνήσεις Καλά, ξεπετάχτηκες στο σκηνικό σαν ένας μύθος, το απίστευτο

φαινόμενο, ο γνήσιος απατεώνας ξεστράτισες στην αγκαλιά μου κι έμεινες εκεί, για λίγο χαμένος στη θάλασσα Η Παναγιά ήταν δικιά σου τζάμπα, ναι το κορίτσι στο εικονοστάσι θα σε φύλαγε άθικτο! Τώρα σε βλέπω να στέκεσαι με κιτρινισμένα φύλλα να πέφτουν τριγύρω και χιόνι στα μαλλιά σου Τώρα χαμογελάς έξω απ΄ το παράθυρο εκείνου του άθλιου ξενοδοχείου, πέρα στην πλατεία Ουασιγκτόνος, με την ανάσα μας να βγαίνει σαν άσπρο νέφος να σμίγει και να αιωρείται στον αέρα. Μιλώντας αποκλειστικά για μένα κι οι δυο μας θα μπορούσαμε να 'χαμε πεθάνει εκεί και τότε!!!!!!! Τώρα μου λες πως δεν είσαι νοσταλγικός και μετά μου ξεφουρνίζεις μι' άλλη λέξη γι' αυτό, εσύ που 'σαι τόσο καλός με τα λόγια και με το να κρατάς τα πράγματα αόριστα, αφού χρειάζομαι λίγη από 'κείνη την αοριστία τώρα. Όλα μου ξανάρχονται τόσο ξεκάθαρα, ναι σ' αγάπησα σφόδρα κι αν μου προσφέρεις διαμάντια και σκουριά έχω ήδη πληρώσει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ-ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β´ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949 ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ  Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ...

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου