Στον στερεό κόσμο της μυκηναϊκής εποχής, από τον 16ο έως τον 12ο αιώνα π.κ.ε., εκτυλίσσεται μια ιστορία που η παράδοση φόρτωσε με πάθη και κατάρες.
Η Κλυταιμνήστρα και ο Αγαμέμνονας κατοικούν πλέον στη συλλογική μνήμη ως ζεύγος που ενσαρκώνει την εξουσία και την εκδίκηση.
Για εμάς σήμερα το ερώτημα δεν είναι μόνον τι αφηγούνται τα αρχαία ελάσματα και τα έπη που διασώθηκαν, αλλά τι από αυτά αντανακλά την ιστορική πραγματικότητα και τι είναι προϊόν μεταγενέστερης ποιητικής διατύπωσης.
Η ίδια η Κλυταιμνήστρα παρουσιάζεται στις πηγές ως κόρη του Τυνδάρεως της Σπάρτης, αδελφή της Ελένης καταγεγραμμένη στη μυθολογική γενεαλογία, και ο Αγαμέμνονας ως γιος του Ατρέα, αρχηγού του οίκου των Ατρειδών που κυριάρχησε στις Μυκήνες.
Οι δύο οίκοι, αντιπροσωπεύουν στην αφήγηση συμμαχίες και συγκρούσεις ανάμεσα σε τοπικά βασίλεια της εποχής, αλλά οι άμεσες ιστορικές αποδείξεις για τα επιμέρους πρόσωπα είναι περιορισμένες. Η αρχαιολογία επιβεβαιώνει την ύπαρξη ισχυρών κέντρων εξουσίας στις Μυκήνες και τη Σπάρτη την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, ενώ οι λογοτεχνικές παραδόσεις (έπη, τραγωδίες, τοπικοί μύθοι) συγκέντρωσαν και σκηνοθέτησαν μνήμες πολιτικών ανταγωνισμών, δυναστικών δολοπλοκιών και τελετουργικών θυσιών.
Σχετικά με τον πρώτο γάμο της Κλυταιμνήστρας.
Σε παραδόσεις που διασώζουν οι αρχαίοι ποιητές και οι μεταγενέστεροι σχολιαστές, η Κλυταιμνήστρα φέρεται να είχε προηγούμενο σύζυγο, τον Τάνταλο, γιο του Θυέστη, ο οποίος φέρεται να βρήκε τον θάνατο υπό συνθήκες που συνδέονται με τις ενδοοικογενειακές έριδες των Ατρειδών. Άλλες παραλλαγές των μύθων δίνουν λιγότερο σαφείς λεπτομέρειες.
Οι διαφοροποιήσεις αυτές δείχνουν καθαρά ότι η αφήγηση για το πώς «γνωρίστηκαν» και πώς συνήφθη ο γάμος ανάμεσα σε Κλυταιμνήστρα και Αγαμέμνονα δεν είναι ένα ενιαίο ιστορικό αρχείο αλλά προϊόν πολλαπλών αφηγήσεων.
Σε μερικές, ο γάμος παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα πολιτικής επιβολής και βίας, σε άλλες, ως συμμαχία. Το βέβαιο είναι ότι στα επηρικά και τραγικά κείμενα ο γάμος περιβάλλεται από την ιδέα μιας εξουσίας που αποκτάται και συντηρείται με αίμα.
Από την ένωση αυτή τοποθετεί η παράδοση τέσσερα κύρια παιδιά, την Ιφιγένεια, την Ηλέκτρα, τη Χρυσόθεμη και τον Ορέστη, τα οποία γίνονται φορείς της συνέχειας του οίκου και της μεταγενέστερης κάθαρσης.
Το σημείο καμπής είναι η αποχώρηση του Αγαμέμνονα για την εκστρατεία της Τροίας.
Στο δραματικό κορμί της παράδοσης η Αυλίδα γίνεται τόπος όπου η εξωτερική υποχρέωση της ηγεσίας συγκρούεται με την εσωτερική, οικογενειακή θυσία.
Εδώ αξίζει να ξεκαθαριστεί το ιστοριογραφικό σημείο που συχνά παρερμηνεύεται. Ο μύθος της Ιφιγένειας έχει παραλλαγές. Στην παλαιότερη και πιο διάσημη από αυτές, όπως τη βάζει στα χείλη του ο Ευριπίδης και άλλοι αφηγητές, η θεά που απαιτά θυσία είτε δέχεται την προσφορά είτε, σε πολλές παραλλαγές, σώζει την κόρη αντικαθιστώντας την στο βωμό με ένα κριάρι ή ένα ελάφι, και μεταφέρει την Ιφιγένεια ζωντανή στην Ταυρίδα.
Αυτή η εκδοχή, η σωτηρία με υποκατάστατο κριάρι/ελάφι, είναι ουσιαστικά προϊόν μυθικών και δραματικών παραλλαγών. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ιστορική μαρτυρία.
Είναι όμως κρίσιμο να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις παραδόσεις που έφτασαν στους κλασικούς ποιητές, η Κλυταιμνήστρα δεν γνώριζε, όταν ο Αγαμέμνονας έφυγε, ότι το παιδί ενδεχομένως διασώθηκε με τέτοιο τρόπο. Για την ίδια, η απώλεια ήταν πραγματική και ανυπολόγιστη.
Από ιστορική σκοπιά, λοιπόν, το ζήτημα της Ιφιγένειας είναι μάλλον ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο ο μύθος χρησιμοποιεί την οικογενειακή τραγωδία για να εξηγήσει πολιτικές κρίσεις και να θεσπίσει ηθικά διδάγματα.
Η αρχαιολογική και φιλολογική έρευνα δεν επιτρέπει την ταύτιση συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος με την καθαροποιημένη μορφή του μύθου.
Η δολοφονία του Αγαμέμνονα κατά την επιστροφή του από την Τροία και η συμμετοχή της Κλυταιμνήστρας, συχνά με τη συνδρομή του Αιγίσθου, ανήκουν στο ίδιο σώμα παραλλαγών. Στην τραγωδία του Αισχύλου «Αγαμέμνων» η πράξη αποδίδεται με έμφαση στην έννοια της τιμωρίας για την υπέρβαση (ύβρις) και την προσβολή της οικογενειακής τάξης.
Στην ιστορική ανάγνωση πρέπει να διατηρήσουμε την αποστασιοποίηση. Πρόκειται κυρίως για ποιητικές αναδιηγήσεις που οργανώνουν μνήμες συγκρούσεων και αντιποίνων.
Ως σύμβολα, ο Αγαμέμνονας αντιπροσωπεύει την ηγεμονική υποχρέωση που θυσιάζει το οικείο για το γενικό, και η Κλυταιμνήστρα την τραυματισμένη μητρότητα που μετατρέπεται σε πολιτική βία.
Η ιστορία τους, τελικά, λειτουργεί ως προειδοποίηση για τον κύκλο του αίματος και της εκδίκησης.
Στην πραγματική ιστορία των Μυκηνών υπάρχουν ίχνη μεγαλοπρεπών ανακτόρων, αυστηρών ιεραρχιών και τελετουργιών.
Αλλά τα πρόσωπα που ζωντανεύουν στη λυρική και τραγική αφήγηση είναι πρωτίστως φορείς νοημάτων με ισχυρή δραματική και ηθική φόρτιση.
Το ιστορικό συμπέρασμα είναι επομένως διπλό. Από την πλευρά της αρχαιολογίας και της ιστορίας υπάρχει σαφής τεκμηρίωση για την ύπαρξη ισχυρών βασιλικών κέντρων και δυναστικών οίκων στη μυκηναϊκή Ελλάδα (περιλαμβανομένων των Ατρειδών στις Μυκήνες και των τυπικών οίκων της Σπάρτης), αλλά από την πλευρά των ατομικών βιογραφιών και των δραματικών επεισοδίων οι πηγές είναι μυθολογικές και πολυειδείς, και κάθε απόπειρα να εξάγουμε «ιστορικά γεγονότα» από τους μύθους πρέπει να γίνεται με προσοχή.
Τέλος, η αφήγηση για το κριάρι/την αντικατάσταση της Ιφιγένειας και η άγνοια της Κλυταιμνήστρας γι’ αυτή την πράξη είναι κεντρική εκδοχή που προσδίδει στην τραγωδία ανθρώπινη βαρύτητα, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη ιστορικού γεγονότος, παρά μόνον απόδειξη της δύναμης του μύθου να μετασχηματίζει και να διαφυλάσσει μνήμες μέσα στον χρόνο.
1. Μανόλης Ανδρόνικος, Μυκήνες, Εκδόσεις Ερμής.
2. Ιωάννης Θ. Κακριδής, Ηρωικός Κόσμος των Μυκηναίων, Εκδόσεις Παπαδήμα.
3. Νικόλαος Πολίτης, Εισαγωγή στην Ελληνική Μυθολογία, Εκδόσεις ΜΙΕΤ.
4. Ι. Θ. Κακριδής (επιμ. / μετ.), Αισχύλος: Ορέστεια (σχολιασμένη έκδοση), Εκδόσεις Εστία.
5. Γεώργιος Μπέης, Οι Μυκήνες και ο κόσμος τους, Εκδόσεις Καστανιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου