Η νύχτα ήταν παγωμένη. Τράβηξα τη φλοκάτη ίσαμε το μέτωπο. Δεκέμβρης 1949. Σε μια κώμη στα Πιέρια. Ξαφνικά: «Πατέρα, σήκω! Κάποιος χτυπάει την πόρτα !», ακούστηκε η Μαρίκα, η αδερφή μου. Ακολούθησε ταραχή. Ποιος ήταν τέτοια ώρα; Για καλό δεν βαρούσαν έτσι δυνατά.
Τρομαγμένοι σηκωθήκαμε, ο πατέρας άναψε το τσακμάκι και πήγε στην πόρτα. Ξοπίσω του κι εγώ. «Γρηγόρη!», είπε η μάνα, «Εδώ εσύ!». Δεν την άκουσα, ήμουν δεκαεφτά χρόνων πια. Η πόρτα άνοιξε.
Τρεις χωροφύλακες, με τα χιτώνια πασπαλισμένα από το χιόνι στέκονταν μπροστά μας. «Μπρος, γρήγορα, όλοι στο τμήμα», είπε ένας κι έτριψε τα παγωμένα χέρια του. Η ερώτηση «Γιατί, τι

